- φτερούγιασμα
- το оперение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτερούγιασμα — το, Ν [φτερουγιάζω] φτέριασμα … Dictionary of Greek
φτερούγιασμα — το, ατος (για νεοσσούς), η έναρξη της πτεροφυΐας, το να αρχίζουν να βγαίνουν τα φτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)